ΟΛΣΤΕ 4446/2015 – ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΝΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΕΙ ΤΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΟΛΣΤΕ 4446/2015 – ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΝΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΕΙ ΤΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Καταχώρηση 2016/04/02

Η ΟλΣτΕ 4446/2015 έκρινε παράνομη την επί μακρόν παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου θεσπίστηκε αντικειμενικός τρόπος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων κατά τρόπο ώστε, βάσει προκαθορισμένων, ειδικών και πρόσφορων κριτηρίων, να προκύπτει για κάθε ακίνητο μιας περιοχής ορισμένη αξία, ανταποκρινόμενη, κατά προσέγγιση, προς την αγοραία αξία αυτού. Περαιτέρω, ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας αφενός τη μεταβλητότητα των συνθηκών της αγοράς εν γένει και της αγοράς ακινήτων ειδικότερα, οι οποίες επηρεάζουν τις αγοραίες αξίες, και αφετέρου την πιθανότητα σφαλμάτων κατά τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας αυτών, εισήγαγε στο άνω σύστημα προσδιορισμού αξιών των ακινήτων συγκεκριμένη μέθοδο που διασφαλίζει τη νόμιμη αξίωση των πολιτών να καταβάλλουν φόρο, ο οποίος να αντιστοιχεί σε πραγματική και όχι σε πλασματική τους περιουσία (βλ. άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος).

Συγκεκριμένα, προέβλεψε σύστημα περιοδικής ανά διετία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, βάσει του οποίου οι αντικειμενικώς καθορισθείσες φορολογητέες αξίες πρέπει να ελέγχονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα και να αναπροσαρμόζονται, ώστε να ανταποκρίνονται, κατά το δυνατόν, στις εκάστοτε διαμορφούμενες αγοραίες αξίες.

Διοίκηση

Ειδικότερα, η Διοίκηση οφείλει εντός της άνω διετούς προθεσμίας ή, πάντως, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την πάροδο αυτής, να επανελέγχει τις υφιστάμενες αντικειμενικές αξίες, σύμφωνα με τα πορίσματα των, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 1249/1982, επιτροπών, και να τις αναπροσαρμόζει, όπου συντρέχει λόγος. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή α) δεν προβεί στην έναρξη της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας και στην εκτίμηση, βάσει των πορισμάτων των άνω επιτροπών, περί της ανάγκης ή μη αναπροσαρμογής ή β) δεν αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες, όπου προκύπτει αναντιστοιχία αυτών προς τις αγοραίες, εντός της διετίας ή εντός εύλογου χρόνου μετά την πάροδο αυτής, παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 1249/1982.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω υποχρέωση της Διοίκησης υφίσταται ανεξαρτήτως του δικαιώματος του φορολογουμένου να αμφισβητήσει δικαστικώς την αντικειμενική αξία συγκεκριμένου ακινήτου κατά το στάδιο επιβολής του φόρου, αν θεωρεί, είτε ότι εξ αρχής αυτή δεν καθορίστηκε ορθώς, είτε ότι η αγοραία αξία του ακινήτου μειώθηκε λόγω μεταβολής των συνθηκών της αγοράς.

Αστάθεια στην αγορά ακινήτων

Η Διοίκηση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η αστάθεια στην αγορά ακινήτων και η έλλειψη κινητικότητας έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό δείγμα αγοραπωλησιών, όπως σε κανονικές συνθήκες, όπου οι τιμές διέπονται από τον κανόνα της αγοράς και της ζήτησης, η ρευστή δε και αβέβαιη αυτή κατάσταση δεν επιτρέπει την προσέγγιση των πραγματικών τιμών των ακινήτων και τον προσδιορισμό νέων περισσότερο αξιόπιστων αντικειμενικών αξιών. Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, αφού η Διοίκηση προέβη σε ένταξη νέων περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα (4.489 οικισμοί σε διάφορους δήμους της Χώρας) και καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων σε αυτές, με ισχύ από 01-01-2011, δηλαδή εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενώ με την απόφαση ΠΟΛ. 1156/2013 προσδιόρισε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε ζώνες της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού για την ίδια χρονική περίοδο.

Προθεσμίες

Περαιτέρω έγινε δεκτό ότι η αλλεπάλληλη παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών με τα Μνημόνια δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής αυτών, λόγω ανυπαρξίας επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων, αλλά καθυστέρηση στη δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία, πάντως, δεν δύναται να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες.

Επίσης η Διοίκηση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν δικαστικώς το ύψος των αντικειμενικών αξιών με την αμφισβήτηση του εκάστοτε επιβαλλόμενου φορολογικού βάρους. Ωστόσο το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα αυτή έχει παρασχεθεί και λειτουργεί διορθωτικά εντός του συστήματος περιοδικής αναπροσαρμογής των αντικειμενικώς καθοριζομένων αξιών, προκειμένου οι φορολογούμενοι να προστατευθούν είτε από λάθη είτε από απρόοπτες μεταβολές των τιμών εντός της διετούς περιόδου ισχύος αυτών. Αντίθετα, η ανωτέρω δυνατότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός του συστήματος αυτού και να μετακυλήσει στους φορολογούμενους το βάρος της διαρκούς δικαστικής αμφισβήτησης του τρόπου υπολογισμού της φορολογητέας βάσης και της απόδειξης του ανεπίκαιρου των αντικειμενικών αξιών.

Δικαστήριο

Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για χορήγηση παράτασης μέχρι το τέλος του 2016 της εξάμηνης προθεσμίας αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, η οποία είχε χορηγηθεί με την υπ’αριθμ. 4003/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και παρήλθε άπρακτη, με το σκεπτικό ότι  δυνατότητα παράτασης της ταχθείσας, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 50 παρ. 3α του Π.Δ 18/1989, προθεσμίας (η οποία μάλιστα εν προκειμένω ορίστηκε εξάμηνη αντί τρίμηνης). Επιπλέον έγινε δεκτό ότι η παράταση αυτή δεν ενδείκνυται να χορηγηθεί ενόψει του ότι προσκομίστηκε από το Δημόσιο σχέδιο νομοσχεδίου, με τις διατάξεις του οποίου καθορίζονται μεταβατικές τιμές προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και, ειδικότερα, νέες τιμές ζώνης και νέοι συντελεστές εμπορικότητας, γεγονός που υποδηλώνει την, κατ’ αρχήν, δυνατότητα συμμόρφωσης προς την υπ’αριθμ. 4003/2014 απόφαση του ΣτΕ. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτό ότι είναι παράνομη η παράλειψη της Διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων.